-
1 σκουριά
[скурьа] ουσ. θ. ржавчина, шлак,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > σκουριά
-
2 ржавчина
-
3 ржавчина
ржав||чинаж1. ἡ σκουριά·2. (на растениях) ἡ σκουριά, ἡ σκωρία, ἡ σκωρίαση [-ις]. -
4 ржавчина
-ы θ.1. σκουριά, σκωριαση, οξείδωση•изъеденный -ой διαβρωμένος (φαγωμένος) από τη σκουριά.
2. ερυσίβωση, στάχτη, καπνιά (άρρωστεια των φυτών). -
5 гарь
1. мет. η σκουριά (της υψικαμίνου) 2. (дым) о καπνός, η κάπνα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гарь
-
6 жёлоб
το λούκιτο αυλάκιη υποδοχήο οχετός στέγηςο υδροσωλήναςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > жёлоб
-
7 зашлаковывание
το γέμισμα με σκουριά (των καμίνων), οι εκβολές.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > зашлаковывание
-
8 защита
1. тех. η προστασί/α, η ασφάλειαбалансная эл. - ευστάθειαςбыстродействующая - эл. άμεση -- корпуса анодная мор. - του σκάφους διά ανοδίωνосновная - эл. κύρια -- от ржавчины - από σκωρία/σκουριάпротекторная мор. - μέσω ανοδίων ψευδαργύρουпротивопожарная - ηπυροπροστασία, η πυρασφάλειαрадиационная - το σύνολο των μέσων προστασίαςαπό ακτινοβολία/ραδιενέργεια2. юр. η υπερά-σπισ/η, η προστασία 3. (в спорте) η άμυνα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > защита
-
9 ржавчина
η σκωρία, η σκουριάРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ржавчина
-
10 шлак
το υπόλειμμα, τα άχρηστα υλικά (από εκκαμίνευση μεταλλεύματος), η σκουριάРусско-греческий словарь научных и технических терминов > шлак
-
11 ржа
ржаж разг ἡ σκουριά. -
12 точить
точитьнесов1. (делать острым) ἀκονίζο, τροχίζω:\точить нож ἀκονίζω τό μαχαίρι· \точить карандаш ξύνω τό μολύβι·2. (на токарном станке) τορνεύω·3. (проедать, повреждать что-либо) τρώγω, διαβιβρώρχω, σαρακοτρώγω, φθείρω:червь точит дерево τό σαράκι τρώει τό ξύλο· ржа́вчина то́чит железо ἡ σκουριά φθείρει τό σίδερο· вода точит камень τό νερό τρώει τήν πέτρά4. перен (мучить) τρώ(γ)ω, βασανίζω:ее то́чит го́ре τήν τρώει ὁ καημός· ◊ \точить зу́бы на кого́-л. ἔχω στό ᾶχτΐ κάποιον. -
13 шлак
шлакм тех. ἡ σκουριά, τό ἀποσφυ-ρηλάτημα, ἡ σκωρία. -
14 ржавчина
[ρζάβτσινα] ουσ. θ. σκουριά -
15 ржавчина
[ρζάβτσινα] ουσ θ σκουριά -
16 есть
есть 1ем, ешь, ест, едим, едите, едят, χρ. παρλθ. ел, ела, ело, προστκ. ешь,επιρ. μτχ. δεν έχει•ρ.δ.1. τρώγω•мне хочется есть θέλω νά φάω•
есть суп τρώγω σούπα•
есть скоромное τρώγω μη νηστήσιμο φαγητό•
я целый день ничего ни ел όλη τη μέρα δεν έφαγα τίποτε•
он не ест мяса αυτός δεν τρώγει το κρέας.
|| τρωγαλίζω, ροκανίζω.2. διαβιβρώσκω, φθείρω,καταστρέφω•ржавчина ест железо η σκουριά τρώγει το σίδερο.
|| ερεθίζω•дым ест глаза από τον καπνό τσούζουν τα μάτια μου.
3. μτφ. βασανίζω•его ела грусть τον έτρωγε η θλίψη.
4. μτφ. (απλ.) γκρινιάζω, τρώγω με τη γκρίνια•жена ела его с утра до вечера η γυναίκα του τον έτρωγε με τη γκρίνια από το πρωί ως το βράδυ.
εκφρ.есть чужой хлеб – είμαι παράσιτος, χαραμοφαγης•есть глазами – τρώγω με τα ματιά, επίμονα κοιτάζω•есть просит – (αστ.) είναι τρύπιος (σαν το ανοιχτό στόμα), χρειάζεται διόρθωμα (για ενδύματα, υποδήματα κλπ.) — не хочу χορταίνω βλέποντας (για αφθονία φαγώσιμων).есть 21. γ/ ενκ. πρόσ. ενεστ. του ρ. быть.2. με σημ. των άλλων προσώπων του ενεστ. του ρ. быть: какавы мы есть красавцы τι όμορφονιοί που είμαστε εμείς•кто ты -? ποιος είσαι εσύ;•
надо знать, как вещи есть πρέπει να μάθω πώς έχουν τα πράγματα•
я есть (σπάνια) εγώ είμαι.
3. υπάρχει, υπάρχουν, υφίσταται, υφίστανται•есть такая партия υπάρχει τέτοιο κόμμα.
εκφρ.есть такое дело – καλά, σύμφωνος, έτσι και θα γίνει•так и есть – ναι, πραγματικά.есть 3επιφ. (στρατ.) στις διαταγές σας, όπως διατάξτε• διατάξτε. -
17 коррозия
-и θ.διάβρωση, σκωρίαση, σκουριά. || διάβρωση εδάφους (από την επίδραση αέρα, νερού). -
18 отчистить
-ищу, -йстишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отчищенный- βρ: -щен, -а, -оκαθαρίζω, εξαλείφω, βγάζω•отчистить пятно καθαρίζω το λεκέ•
отчистить ржавчину βγάζω τη σκουριά.
καθαρίζομαι, εξαλείφομαι, βγαίνω•пятно -лось о• λεκές καθάρισε•
кастриля -лась η κατσαρόλα καθάρισε.
-
19 ошлаковать
-кую, -куешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ошлакованный, βρ: -ван, -а, -о ρ.σ.μ. (τεχ.) μετατρέπω σε σκουριά, εκβολάδα. -
20 переесть
-м, -ешь, -ест, -едим, -едите, -едят, παρλθ. χρ. переел-ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перееденный, βρ: -ден, -а, -о, προστκ. переешьρ.σ.1. αμ. παρατρώγω•ребёнок -л το παιδάκι παράφαγε.
2. κατατρώγω, τρώγω όλο, πολύ.3. ц. διαβιβρώσκω ή τρώγω•ржавчина -ла железный обруч η σκουριά έφαγε το σιδερένιο στεφάνι.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
σκουριά — Ουσία ακαθόριστης χημικής σύνθεσης η οποία συνίσταται ουσιαστικά από ένυδρο οξείδιο του σιδήρου, και ανταποκρινόμενη περίπου στον τύπο 2Fe2O3 · 3Η2Ο, η οποία καλύπτει τις επιφάνειες σιδηρών αντικειμένων εκτεθειμένων στον αέρα και στην υγρασία,… … Dictionary of Greek
σκουριά — η 1. οξείδιο του σιδήρου: Αυτό το αλέτρι έμεινε αχρησιμοποίητο πολύ καιρό κι έπιασε σκουριά. 2. στερεό υπόλειμμα από την καύση γαιανθράκων. 3. ασθένεια των φυτών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκουριάζω — Ν 1. προκαλώ σκούριασμα, κάνω κάτι να καλυφθεί με σκουριά, οξειδώνω («το λεμόνι σκουριάζει τα μαχαιροπίρουνα») 2. (αμτβ.) (για μέταλλα και μεταλλικά αντικείμενα) καλύπτομαι από σκουριά, οξειδώνομαι 3. φρ. «σκουριασμένες ιδέες» μτφ. παμπάλαιες… … Dictionary of Greek
Maro Douka — Born 1947 Chania, Greece Occupation Novelist Nationality Greek … Wikipedia
εξιώ — ἐξιῶ, όω (Α) 1. καθαρίζω από τη σκουριά 2. δηλητηριάζω 3. παθ. είμαι απαλλαγμένος από δηλητήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ιώ «καθαρίζω το μέταλλο» (< ιός «σκουριά»)] … Dictionary of Greek
ιίζω — ἰίζω (Α) μοιάζω με σκουριά, είμαι σκουριασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰός (IV) «σκουριά» + κατάλ. ίζω (πρβλ. αρχ ίζω, ριπ ίζω)] … Dictionary of Greek
ιούμαι — ἰοῡμαι, όομαι (Α) [ιός (ΙV)] 1. (αμτβ.) σκουριάζω, πιάνω σκουριά ή είμαι σκουριασμένος 2. (το ενεργ. μτβτ.) ἰῶ, όω καθιστώ κάτι σκουριασμένο, σκουριάζω κάτι, δημιουργώ σκουριά σε κάτι … Dictionary of Greek
μελάμπους — Μυθολογικό πρόσωπο. Έφερε τη φήμη του αρχαιότερου Έλληνα μάντη και, σύμφωνα με την παράδοση, ήταν γιος του Αμυθάονα, αδελφός του Βίαντα και γενάρχης του μαντικού γένους των Μελαμποδιδών. Τα δύο αδέλφια και ο θείος τους, Νηλέας, ταξίδεψαν από τη… … Dictionary of Greek
μολυβδοσκωρία — η η σκουριά τού μολύβδου που αφαιρείται από μετάλλευμα μολύβδου κατά την τήξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόλυβδος + σκωρία «σκουριά». Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή] … Dictionary of Greek
προεξιώ — όω, Μ διυλίζω, καθαρίζω πρώτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐξιῶ «καθαρίζω από τη σκουριά» (< ἰός «σκουριά»)] … Dictionary of Greek
οξαλικό οξύ — Οργανική ένωση αντίστοιχη προς τον χημικό τύπο C2H2O4· είναι το απλούστερο δικαρβοξυλικό οξύ και ένα από τα ισχυρότερα οργανικά οξέα. Είναι αρκετά διαδεδομένο στη φύση ως άλας του ασβέστιου και του κάλιου και περιέχεται στον κυτταρικό χυμό πολλών … Dictionary of Greek